- σκουτλώ
- -όω, Α [σκούτλα]διακοσμώ με χρωματιστές ψηφίδες, κάνω ψηφιδωτό («λίθῳ ποικίλῳ στοὰν σκουτλῶσαι», επιγρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
SCUTULA — I. SCUTULA Graece σκυτάλη, apud Carsarem de Bello Civ. l. 3. c. 40. quatuor biremes subiectis scutulis impulsas vectibus in interiorem partem transduxit: phalanga est et virga, quae subiciuntur navibus, ad eas in mare deducendas et impellendas.… … Hofmann J. Lexicon universale
περισκουτλώ — Α περιβάλλω, περικαλύπτω κάτι με μαρμάρινες πλάκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκουτλῶ «επενδύω με χρωματιστές πλάκες» (< λατ. scutulα «ρόμβος, πλαίσιο, πινακίδα»)] … Dictionary of Greek
σκούτλωση — η / σκούτλωσις, ώσεως, Α [σκουτλῶ] 1. επένδυση επιφάνειας με μικρές χρωματιστές ψηφίδες, κατασκευή ψηφιδωτού 2. επένδυση τοίχων με μαρμάρινες πλάκες, κυρίως έγχρωμες, ορθομαρμάρωση … Dictionary of Greek